κατευνασμός

κατευνασμός
ο (Α κατευνασμός) [κατευνάζω]
νεοελλ.
καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση, μαλάκωμα («ο κατευνασμός τής διχόνοιας»)
αρχ.
το να οδηγεί κάποιος κάποιον στην κλίνη για να κοιμηθεί, το κοίμισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατευνασμός — ο καθησύχαση, καταπράυνση: Χρειάζεται κατευνασμός των παθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατευνασμούς — κατευνασμός lulling to sleep masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμβλυνση — η (Α ἄμβλυνσις) [ἀμβλύνω] το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια τής οξύτητας, τής αιχμηρότητάς του, στόμωμα νεοελλ. μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα …   Dictionary of Greek

  • ίαμα — το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα) μέσο θεραπείας, φάρμακο μσν. αρχ. θεραπεία αρχ. καταπράυνση, κατευνασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι + κατάλ. μα (πρβλ. θρύλη μα, ποίη μα)] …   Dictionary of Greek

  • ημέρωμα — και μέρωμα, το (Α ἡμέρωμα) [ημερώνω] νεοελλ. εξημέρωση, καταπράυνση, κατευνασμός αρχ. το φυτό που έχει εξημερωθεί με καλλιέργεια, το καλλιεργημένο φυτό …   Dictionary of Greek

  • ημεροσύνη — και μεροσύνη, η 1. ημέρωμα, κατευνασμός 2. γαλήνη, ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, καλ οσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • κάλμα — η 1. (για τη θάλασσα) ηρεμία, γαλήνη 2. ψυχική ηρεμία, αταραξία 3. καταπράυνση, κατευνασμός 4. η απραξία στις αγοραπωλησίες 5. μετάπτωση σε ηρεμότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. calma < ελλ. καῦμα «μεγάλη ζέστη που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • καθησύχαση — η 1. κατευνασμός, καταπράυνση 2. ψυχική αταραξία, γαλήνευση, απαλλαγή από δυσάρεστα και ανησυχητικά συναισθήματα, ανακούφιση, ξαλάφρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησυχάζω. Η λ., στον λόγιο τ. καθησύχασις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν …   Dictionary of Greek

  • κατάπαυση — ἡ (AM κατάπαυσις) [καταπαύω] 1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμός («κατάπαυση εχθροπραξιών») μσν. αρχ. 1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση 2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο 3. ο τόπος τής …   Dictionary of Greek

  • κατακάθισμα — το [κατακαθίζω] 1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα 2. κατακάθι* 3. καθησύχαση, κατευνασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”